Πίθηξ ἔν τινι ὑψηλῷ δένδρῳ καθήμενος, ὡς ἐθεάσατο ἁλιεῖς ἐπί τινος ποταμοῦ σαγήνην βάλλοντας, παρετήρει τὰ ὑπ᾿ αὐτῶν γινόμενα. Καὶ δὴ τούτων τὴν σαγήνην ἐασάντων, καὶ μικρὸν ὑποχωρησάντων τοῦ φαγεῖν, καταβὰς ἀπὸ τοῦ δένδρου, ἐπειρᾶτο μιμεῖσθαι αὐτούς· φασὶ γὰρ μιμητικὸν εἶναι τὸ ζῷον τοῦτο. Ἐφαψάμενος δὲ τῶν δικτύων καὶ συλληφθεὶς ἐκινδύνευε πνιγῆναι. Ὁ δὲ πρὸς ἑαυτὸν ἔφη· Ἀλλ᾿ ἔγωγε δίκαια πέπονθα· τί γὰρ ἁλιεύειν μὴ μαθὼν τούτῳ ἐπεχείρουν;
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἡ τῶν μηδὲν προσηκόντων ἐπιχείρησις οὐ μόνον ἀσύμφορος, ἀλλὰ καὶ ἐπιβλαβής εστι.
Ένας πίθηκος καθώς καθόταν σε ένα δέντρο, είδε κάτι ψαράδες που ρίξανε τα δίχτυα στο ποτάμι, ύστερα τα τραβήξανε γεμάτα ψάρια, πήραν τα ψάρια, άφησαν το δίχτυ δίπλα στο ποτάμι, κ ύστερα έφυγαν να πάνε να γευματίσουν.
Ο πίθηκος λένε ότι είναι μιμητικό ζώο: ότι βλέπει, θέλει να το μιμηθεί.
Πήγε κι έπιασε τα δίχτυα και προσπαθούσε να τα ρίξει στο ποτάμι να πιάσει κι αυτός ψάρια.
Αλλά μπερδεύτηκε ο ίδιος μέσα στα δίχτυα κι έτσι μπερδεμένος έπεσε στο ποτάμι και κινδύνευε να πνιγεί.
Τότε είπε: καλά έπαθα, γιατί κ το ψάρεμα είναι μια τέχνη, και την τέχνη προτού την μάθεις, δεν πρέπει να την ασκείς!