Ὄνον τις ἀγοράσαι μέλλων ἐπὶ πείρᾳ αὐτὸν ἔλαβε· καὶ εἰσαγαγὼν εἰς τοὺς ἰδίους ἐπὶ τῆς φάτνης αὐτὸν ἔστησεν. Ὁ δὲ καταλιπὼν τοὺς ἄλλους παρὰ τῷ ἀργοτάτῳ καὶ ἀδηφάγῳ ἔστη. Καὶ ὡς οὐδὲν ἐποίει, δήσας καὶ ἀπαγαγὼν τῷ δεσπότῃ αὐτὸν ἀπέδωκε. Τοῦ δὲ διερωτῶντος εἰ οὕτως ἀξίαν αὐτοῦ τὴν δοκιμασίαν ἐποιήσατο, ὑποτυχὼν εἶπεν· Ἀλλ᾿ ἔγωγε οὐδὲν ἐπιδέομαι πείρας· οἶδα γὰρ ὅτι τοιοῦτός ἐστιν ὁποῖον ἐξ ἁπάντων τὸν συνήθη ἐπελέξατο. Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοιοῦτος εἶναί τις ὑπολαμβάνεται ὁποίοις ἂν ἥδηται τοῖς ἑταίροις.
Μας λέει ο μύθος:
Κάποιος προκειμένου να αγοράσει ένα γαϊδούρι το πήρε για να το δοκιμάσει πρώτα. Το έβαλε στο παχνί μαζί με τα άλλα γαϊδούρια. Το καινούργιο γαϊδούρι άφησε όλα τα άλλα κ πήγε έκανε παρέα με το πιο τεμπέλικο κ το πιο αδηφάγο.
Ο άνθρωπος που θα το αγόραζε το πήρε κ το επέστρεψε στον ιδιοκτήτη του, "ευχαριστώ, είπε, αλλά δεν μου κάνει, δεν θα το αγοράσω" - "Μα, μήπως δεν το δοκίμασες αρκετά;" - "Δεν χρειάζομαι να δοκιμάσω περισσότερο. Ξέρω ότι είναι κι αυτό ίδιου χαρακτήρα με εκείνο που διάλεξε για παρέα".
Από εδώ κ η παροιμία "πες μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι".