Ο γέρος ο εκατοχρονίτης,
οπού εγνώρισα στο ίδιο νησί μου, τη Λευκάδα,
αφού πέρασε βοσκός σαράντα χρόνια
στη βουνοκορφή, στα Σταυρωτά,
κατέβηκε να παντρευτεί μια μέρα
στο γιαλό, στο Μεγανήσι
κι από τότε γίνηκε ψαράς
κι απόχτησε τρεις θυγατέρες
κι όσο ήτανε μικρές, κυβέρναε μονάχος
το ψαροκάϊκο, το πεζόβολο, τα παραγάδια και τα δίχτυα
κι άμα η πρώτη θυγατέρα ήρθε στο χνούδι της
τη πήρε στα κουπιά να δέσει το κορμί της,
έπειτα τη πάντρεψε και πήρε τη κατοπινή
κι αφού έδεσε και τούτη,
κράτησε λίγο καιρό τη τρίτη στα κουπιά
και σα τη πάντρεψε κι αυτήν,
έμεινε πάλι μες στη βάρκα μοναχός,
προσμένοντας το θάνατο, ήσυχα να τον `γγίξει,
καθώς σβει στρωτά ο αγέρας
στο νερό τα δειλινά...