Ἁλιεῖς σαγήνην εἷλκον: βαρείας δὲ αὐτῆς οὔσης, ἔχαιρον καὶ ὠρχοῦντο, πολλὴν εἶναι νομίζοντες τὴν ἄγραν. Ὡς δὲ ἀφελκύσαντες ἐπὶ τὴν ἠιόνα τῶν μὲν ἰχθύων ὀλίγους εὗρον, λίθων δὲ καὶ ἄλλης ὕλης μεστὴν τὴν σαγήνην, οὐ μετρίως ἐβαρυθύμουν, οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τῷ συμβεβηκότι δυσφοροῦντες ὅσον ὅτι καὶ τὰ ἐναντία προειλήφεισαν. Εἷς δέ τις ἐν αὐτοῖς γηραιὸς ὢν εἶπεν: "Ἀλλὰ παυσώμεθα, ὦ ἑταῖροι: χαρᾶς γάρ, ὡς ἔοικεν, ἀδελφή ἐστιν ἡ λύπη, καὶ ἡμᾶς ἔδει τοσαῦτα προησθέντας πάντως παθεῖν τι καὶ λυπηρόν." Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῦ βίου τὸ εὐμετάβλητον ὁρῶντας μὴ τοῖς αὐτοῖς πράγμασιν ἀεὶ ἐπαγάλλεσθαι, λογιζομένους ὅτι ἐκ πολλῆς εὐδίας ἀνάγκη καὶ χειμῶνα γενέσθαι.
Μετάφραση Μύθου:
Κάτι ψαράδες τραβούσαν τα πυκνά λινά συρόμενα δίχτυα: καθώς αυτά ήταν πολύ βαριά, χαιρόντουσαν και τραβούσαν κινούμενοι ρυθμικά, θεωρώντας ότι θα έχουν πολύ μεγάλη ψαριά.
Μόλις όμως αποτράβηξαν τα δίχτυα στην ακροθαλασσιά, βρήκαν πως είχε ελάχιστα ψάρια και τα δίχτυα ήταν γεμάτα πέτρες και άλλα υλικά και δεν το έφεραν και λίγο βαρέως.
Δεν στεναχωριόντουσαν και τόσο εξ'αιτίας του συμβάντος αυτού καθ'αυτού, όσο για το ότι τούς πρόλαβε η αντιξοότητα. Τότε λοιπόν ένας ψαράς ανάμεσά τους, που ήταν γέρος, τους είπε:
"Αλλά ας σταματήσουμε πια συνέταιροι, διότι της χαράς, καθώς της μοιάζει, αδελφή της είναι η λύπη και σε μας, πάντως, μας έπρεπε που χαρήκαμε τόσο πολύ εκ των προτέρων να πάθουμε και κάτι λυπηρό."
Κι εμείς πρέπει λοιπόν, αφού βλέπουμε πόσο ευμετάβλητη είναι η ζωή, να μην επιχαίρουμε με τα ίδια πράγματα για πάντοτε, αλλά να σκεπτόμαστε ότι μετά από πολλή καλοκαιρία χρειάζεται να έλθει και χειμώνας.