Καταμεσίς ανέμου η τρεχαντήρα,
με τα πανιά της τόξα τεντωμένα,
του διακιού τη στερνήν επήρε γύρα
στα γαλανά βουνά τα γυμνωμένα...
Κι ο αιθεροδρόμος βόγγος που `πλημμύρα
στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα
-δελφίνια παρατρέχαν ολοένα-
την έκρουε μες στο κύμα, ολόρτη λύρα!
Δίκοπη σπάθα ξέσκιζε η καρίνα...
Κι ο αφρός στην πρύμνα, χώριος σε δυο κρίνα,
των σταλιών ανατίναζε το σείστρο...
Σαν μ’ ένα "λάσκα!" -ο ήλιος μεσουράνει-
στων Σαλώνων εμπήκε το λιμάνι
με τον καταμεσήμερον μαΐστρο!