Το μοναστήρι της Παναγίας του Άρακα βρίσκεται στα βορειοδυτικά του χωριού Λαγουδερά και από αυτό σώζονται η εκκλησία και διώροφο μοναστηριακό κτίριο στα βόρειά της. Άλλα μοναστηριακά κτίρια, που βρίσκονται στα νότια του ναού, ερειπώθηκαν και σχεδόν εξαφανίστηκαν, ενώ όσα βρίσκονταν στα δυτικά κατεδαφίστηκαν, όταν επεκτάθηκε ο ναός, κατά τον 18ο αιώνα, οπότε κατεδαφίστηκε ο δυτικός τοίχος. Η εκκλησία του μοναστηριού είναι διακοσμημένη με ωραιότατες τοιχογραφίες της υστεροκομνήνειας τεχνοτροπίας, οι οποίες έγιναν με δαπάνη του Λέοντος Αυθέντη, τον Δεκέμβριο του 1192, και που αποτελούν την πιο ολοκληρωμένη σειρά τοιχογραφιών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου στην Κύπρο.
Μερικοί μελετητές της βυζαντινής τέχνης ταυτίζουν τον ανώνυμο ζωγράφο της Παναγίας του Άρακα, τον οποίο θεωρούν πολύ μεγάλο καλλιτέχνη, με τον Θεόδωρο Αψευδή, ο οποίος ζωγράφισε το 1183, την Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου. Πιθανόν την περίοδο που διακοσμήθηκε ο ναός να ιδρύθηκε και το μοναστήρι, σε μια εποχή που παρατηρείται άνθιση του μοναστικού βίου στο νησί. Ωστόσο, λείπουν μαρτυρίες για τη λειτουργία του πριν από το 1735, που το επισκέφθηκε ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ.
Σύμφωνα με παράδοση, την οποία διέδωσε ο Μπάρσκυ, το μοναστήρι ιδρύθηκε από κάποιο πρίγκηπα, ο οποίος βρήκε μία εικόνα της Παναγίας, όταν διέταξε να κόψουν τους θάμνους για να ελευθερώσουν το κυνηγετικό γεράκι του, που είχε εγκλωβιστεί σ’ αυτούς. Η Παναγία στην εικόνα της παρουσιάζεται όρθια να κρατά στην αγκαλιά της τον Χριστό.
Ο Μπάρσκυ αναφέρει το μοναστήρι με το όνομα «Παναγία του Αράκου ή Ιεράκου», γεγονός που πιθανολογεί ταύτισή του με το μοναστήρι του Ιεράκος, που αναφέρεται στον Παλατινό κώδικα 367. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην επιγραφή του έτους 1192 η εκκλησία του μοναστηριού αναφέρεται ως Παναγία του Άρακος, ενώ στην τοιχογραφία της Παναγίας με τον Χριστό, στον νότιο τοίχο, και στη φορητή εικόνα, που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείου του Ιδρύματος Μακαρίου Γ', η Παναγία αναφέρεται με το επώνυμο Αρακιώτισσα, που πιθανόν να είναι φυτωνυμικό, όπως τα Παλλουριώτισσα, Μακεδονίτισσα, Ζαλακιώτισσα και άλλα, να προέρχεται δηλαδή από το φυτό αρακάς ή μπιζέλι. Ο Μπάρσκυ σχεδίασε το μοναστήρι και διέσωσε την αρχική του μορφή πριν από την κατεδάφιση του δυτικού τοίχου. Αναφέρει επίσης ότι ήταν μικρό και διέμεναν σ’ αυτό τρεις μοναχοί και πώς, σύμφωνα με αρχαία παράδοση, απαγορευόταν η είσοδος στον ναό στις γυναίκες, οι οποίες, όταν το επισκέπτονταν, παρέμεναν και προσεύχονταν στο προαύλιο. Όπως καταγράφεται σε κατάστιχο της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, το μοναστήρι της Παναγίας του Άρακα εξακολουθούσε να λειτουργεί μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, αφού, το έτος 1825, διέμεναν σ’ αυτό τουλάχιστον τέσσερις μοναχοί. Στη συνέχεια, όμως, λόγω των επιπτώσεων των τραγικών γεγονότων του 1821 στην Κύπρο, παρήκμασε και εγκατελείφθη.
Στον περίβολο του ναού έχει στηθεί προτομή του δολοφονηθέντος από τους Τούρκους εθνοφρουρού Τρύφωνα Τρύφωνος.