Σαν άνθρωπος, στην εξωτερική του εμφάνιση, μάλλον μικροσκοπικός στο ανάστημα και ιδιαίτερα ευκίνητος, αργότερα εύσαρκος, όπως, περιγράφεται στη Vita του Σουητωνίου 3, 10 έκδ. Klingner, στενομέτωπος, τα μαλλιά του, κατάμαυρα στον καιρό της νιότης του, είχαν αραιώσει και ασπρίσει από αρκετά νωρίς (Epist. 1, 7,26 nigros angusto fronte capillos),είχε, κατά μαρτυρία πάλι δική του εμφάνιση φροντισμένη. Σε κάποια ηλικία παραπονιέται για την αθρίτιδά του (γι’ αυτό, έλεγε, αγαπούσε τον ήλιο) (solibus aptus) και πάσχει από κατάρρο των ματιών του.
Ήταν αξιαγάπητος φίλος, ειλικρινής, αλλά και ευερέθιστος (irasci celer), που γρήγορα ωστόσο κατευνάζονταν οι υπερβολικές του κάποτε εκρήξεις (Epist. 1, 20, 24 κ.ε.), εξωστρεφής και κοινωνικός αλλά διόλου φιλόδοξος για τα αξιώματα, ο αυτοκράτορας Αύγουστος μάταια προσπάθησε να έχει επιτυχία να τον κάμει αυλικό (epistulis scribendis) με το αξίωμα του ιδιαίτερου γραμματέα (Σουητώνιος, ο.π., 2, 10).
Σκεπτικιστής, κριτικός και αυτοκριτικός, “θέλει να είναι, όπως πρέπει να είναι, στις λιγοστές στιγμές οπού θα υπάρξει”
Αγαπά τη ζωή και λυπάται για την προσκαιρότητά της.
Αξιοπρεπής, πότε πότε δηκτικός, αβρός συνήθως, αλλά κάποτε ειρωνικός, μιλεί, όσο περνούν τα χρόνια, με πεποίθηση για την αξία της ποίησής του.
Η αγάπη της μοναξιάς, όταν ωριμάζει πνευματικά, τον κάνει να αποφεύγει – ως το σημείο που μπορεί – την πολυάνθρωπη, θορυβώδικη Ρώμη, και, έχει γύρω στο 33 π.Χ. εγκαταστήσει στους λόφους του αγροτικού του υποστατικού στη Σαβίνη την απομακρυσμένη Αρκαδία του.
Έμεινε στη ζωή εργένης.
Η τάση του προς τη φιλοσοφία ανάγεται σε πολλούς “κοινούς τόπους” της ελληνικής φιλοσοφίας, την οποία γνώριζε, όπως είπαμε, πολύ καλά. Ζηλωτής του αριστοτελικού ιδανικού της μεσότητος, επιδιώκει ο ίδιος και διδάσκει στους άλλους το μέτρον, αναζητεί μαζί με τους περιπατητικούς φιλοσόφους το μέσον. Όχι σπάνια φαίνεται να ενστερνίζεται το λάθε βιώσας του Επίκουρου.
Συνειδητοποιεί ότι ζει μέσα σε έναν ηθικά απορρυθμισμένον κόσμο, σε μια κοινωνία όπου είχαν χρεοκοπήσει οι πατροπαράδοτες “ρωμαϊκές” αξίες, κυριαρχούσε ο εγωισμός, η υπερβολή, οι αγωνίες και οι φόβοι ενός ακράτητου ευδαιμονισμού.
Προβληματίζεται για το αληθινό νόημα της ζωής. Και προσέρχεται να συμβουλέψει ως ένα modus vivendi την τάξη και το συγκράτημα στον κλονισμένο ψυχισμό του ατόμου, να συστήσει την άσκηση του ορθού λόγου, να συμβουλέψει την αγάπη της μετριοπάθειας, να προτρέψει στην ολιγάρκεια και τη λιτή ζωή με την ευθύνη ενός βιοσοφούντος φιλοσόφου.
ΟΙ ΩΔΕΣ - ΒΙΒΛΙΟ 2 - ΟΡΑΤΙΟΣ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ”