Κι ἀπ᾿ τὶς κορφὲς τοῦ Ταΰγετου ποὺ ἀπὸ τὸν πάγο ἀσημολάμπουν αἰώνια,
μὲς σὲ μίαν αὔρα ἀσίγητη π᾿ ἀλαφροπνέει ἀπ᾿ τὰ λιωμένα χιόνια,
στὴν ἀστραπὴ τῆς ἄνοιξης, στῆς ἥβης τὰ χρυσόχνουδα τὰ χρόνια,
σ᾿ ἄσπρα ἄλογα τῶν Διόσκουρων τὸ ἀσύγκριτο ζευγάρι κατεβαίνει,
κι ἀνάμεσα στ᾿ ἀδέρφια της ποὺ ἀκροποδίζουν στὸ γκρεμνό, σκυμμένη,
μέσα σε πέπλο ἀθάνατο, κατηφοράει, σὰν τὸ νερό, ἡ Ἑλένη.
Μὲς στὴ ροδόφωτην αὐγή, γιὰ Σέ, Μεγαλομάτα,
τὰ σημαντήρια ἐσήμαναν, Μιστρᾶ καὶ Καλαμάτα!
Δῶσ᾿ νὰ κρατήσω ἀνθὸ ροδιᾶς στὸ δεητικό μου χέρι,
ὥρα μὲ βέβαιον ὁποῦ πᾶς φτερό, σὰν περιστέρι...
Στ᾿ ἁψιδωτὰ παράθυρα, ὥρα ἱερή, ποὺ πᾶσα
λύχνος φωτᾶς ἀπάρθενος μπροστὰ στὰ εἰκονοστάσια...
Στύλοι λιγνοί σε ἀνάλαφρες ἁψίδες, κ᾿ ἐσεῖς ἴσια,
κατάρραχα ποὺ ὑψώνεστε στὴν πέτρα, κυπαρίσσια,
Κῆπε ἀρχαγγέλων, ποὺ ἀλαφρὰ ξαφτέρουγα ἀνεμίζουν
τὶς ζωγραφιὲς ποὺ σβήσανε, γιὰ νὰ δροσολογίζουν, 10
καμπαναριό, ποὺ ἀνάγυρτος ἀνθὸς εἶναι ἡ καμπάνα
- μέλισσα ὁ ἦχος, νὰ βογκάει στῶν μελισσιῶν τὴ μάνα -
σπαθὶ τοῦ Ταΰγετου ποὺ αἰφνίδια σβεῖς τὸν ἥλιο κι ὅλοι
δροσολογᾶνε οἱ ἴσκιοι του σὰν τοῦ ναοῦ Σου οἱ θόλοι,
ἐγὼ εἶμαι ποὺ ὀνειρεύτηκα, μὲς σὲ βραγιὲς καὶ κρίνα,
Σὲ νὰ σκιρτᾶς, Παντάνασσα, ζαρκάδα κι ἀλαφίνα!
Γύρα Σου ἀγγέλοι ὀρχούντανε, κι ὡστόσο ἐπροχωροῦσα
ὠσὰ νὰ μ᾿ ἔσερνε ἄνεμος ἐρωτικός, Ἐλεοῦσα·
καὶ διασταυρώνονταν γοργὰ -πὼς ἄκουα, λέω, τὸ θρό τους
στὸν ἴδιο ἀέρα ὑψώνοντας φτερὰ στὸ γυρισμό τους! 20
Μὲς στ᾿ αὐγινὸ περβόλι Σου, βραγιές, ροδιές, κεράσια,
οἱ ἄδετες οἱ ἀμυγδαλιὲς καὶ τῶν μηλιῶν τὰ δάσα...
Δέξου με κεῖ ποὺ δέχεσαι καὶ τὸ πουλί, ποὺ μπαίνει
καὶ κελαηδεῖ τόσο γλυκά, στὴ σκιὰ τὴ βλογημένη...
Δὲ θέλω ἀπ᾿ ὅλους τοὺς καρπούς· μὰ ἐκειοὺς ποὺ ὡριμασμένοι
εἶν᾿ ἕτοιμοι νὰ πέσουνε κι ἀπ᾿ τὰ πουλιὰ ῾γγιγμένοι...
Καὶ νὰ ποτίσω τὴ βραγιὰ κηπάρης Σου· νὰ σκύψω
στὸ ῥυάκι, ὡσὰν τὸν κότσυφα, τὴν ὄψη μου νὰ νίψω·
κάτου ἀπὸ τ᾿ ἄσπρα Σου, Κυρά, ν᾿ ἀναπαυτῶ σταφύλια,
στὸ πεύκι ποὺ σοῦ ὑφάνανε τὰ πλήθια χαμομήλια, 30
Κῆπε ἀρχαγγέλων, π᾿ ἀλαφρὰ ξεφτέρουγα ἀνεμίζουν
τὶς ζωγραφιὲς ποὺ σβήσανε, γιὰ νὰ δροσολογίζουν!
Άγγελος Σικελιανός