Ἴππος καὶ βοῦς καὶ κύων καὶ ἄνθρωπος
Ἴππος καὶ βοῦς καὶ κύων ὑπὸ ψύχους στενούμενοι ἦλθον εἰς ἀνθρώπου τινὸς οἰκίαν. Ὁ δὲ δεξάμενος αὐτοὺς καὶ πῦρ ἀνάψας ἔθαλψεν. Καὶ τῷ μὲν ἵππῳ κριθὰς παρετίθει, τῷ δὲ ταύρῳ ἄχυρα· τῷ δὲ κυνὶ τὰ ἀπὸ τῆς τραπέζης ἐδίδου. Διὰ δὲ τὴν τοιαύτην φιλοξενίαν ἀντημείψαντο αὐτῷ χάριτας, μερίσαντες αὐτῷ καὶ χαρισάμενοι τῶν ἐτῶν ἐφ᾿ ὧν ἔζων· ὁ μὲν ἵππος εὐθὺς τοὺς πρώτους χρόνους· διὰ τοῦτο ἕκαστος θερμὸς καὶ γαυρός ἐστι τῇ γνώμη· ὁ δὲ βοῦς μετ᾿ αὐτὸν τοὺς μέσους χρόνους· διὰ τοῦτο μοχθηρὸς καὶ φιλεργός ἐστι πλοῦτον ἀθροίζων· τρίτος δὲ ὁ κύων τοὺς τελευταίους χρόνους· διὰ τοῦτο πᾶς γηράσκων δύσκολός ἐστι τῇ γνώμῃ, καὶ τὸν διδόντα μόνον τροφὴν ἀγαπᾷ καὶ σαίνει καὶ ἐπιχαίρει, τοῖς δὲ μὴ διδοῦσι καθυλακτεῖ καὶ καθάπτεται.
Ὅτι τινὲς τῶν ἀνθρώπων φαῦλοι ὄντες καὶ κακοὶ [ἐκείνους] εἰώθασι μόνους φιλεῖν τοὺς διατρέφοντας αὐτούς.
Μετάφραση Μύθου:
Ο Δίας όταν έπλασε τον άνθρωπο δεν του έδωσε πολλά χρόνια ζωής.
Ο άνθρωπος πάντως είχε ανώτερη νοημοσύνη, κι έτσι κατασκεύασε ένα σπίτι γερό για να περάσει σε αυτό τον δύσκολο χειμώνα.
Σάν έγινε πολλή κακοκαιρία, κι ο Δίας έβρεχε, το άλογο, μή αντέχοντας σε τόσο κρύο και βροχή, ήρθε στον άνθρωπο και τον παρακάλεσε: να μείνω κι εγώ στο σπίτι σου, να γλυτώσω από το κρύο, τον άνεμο, τη βροχή;
- Έλα, είπε ο άνθρωπος, θα σου δώσω και κριθάρι να τρώς, αλλα θα μου δώσεις κι εσύ κάτι!
- τί να σου δώσω; - χρόνια από τη ζωή σου. Το άλογο συμφώνησε, σκέφτηκε οτι είναι καλύτερα να ζει λιγότερα χρόνια, τί να τα έκανε τα περισσότερα, άν ήταν να ταλαιπωρείται από την κακοκαιρία;
Ύστερα ήρθε ένα βόδι, που κι αυτό δεν άντεχε το κρύο, τον αέρα κ τη βροχή, και παρακάλεσε τον άνθρωπο: να μείνω κάτω από τη στέγη σου; Δεν έχω καμιά στέγη μέσα σε τόσο χειμώνα.
Ευχαρίστως, είπε ο άνθρωπος, θα σου δίνω κι άχυρο να τρως, αλλά θα μου δώσεις χρόνια απο τη ζωή σου. Συμφώνησε και το βόδι, καθώς και το άλογο. Τρίτος ήρθε ένας σκύλος. Κι εκείνος δεν άντεχε την κακοκαιρία χωρίς μια στέγη από πάνω του.
Να μείνεις στο σπίτι μαζί μου, είπε ο άνθρωπος, και θα σου δίνω να τρως ό,τι περισσεύει από το τραπέζι μου. Αλλα θα μου δώσεις χρόνια από τη ζωή σου. Συμφώνησε κι ο σκύλος. Κι έτσι τα ζώα αυτά έγιναν οικιακά του ανθρώπου, κι ο άνθρωπος μάκρυνε την επίγεια ζωή του.
Τα πρώτα χρόνια στη ζωή του ανθρώπου είναι εκείνα που εξ αρχής του έδωσε ο Δίας. Στην ηλικία αυτή ο άνθρωπος έχει ανθρωπιά, καλοσύνη, τη φυσική του ισορροπημένη προσωπικότητα κ τις φυσικές του αρετές.
Τα επόμενα χρόνια της ζωής του ανθρώπου είναι εκείνα που πήρε από το άλογο. Σε αυτά τα χρόνια ο άνθρωπος γίνεται ορμητικός, υπερήφανος, μαχητικός, ακόμη κι επιθετικός.
Τα επόμενα χρόνια της ζωής του ανθρώπου είναι εκείνα που πήρε απο το βόδι. Σε αυτά τα χρόνια ο άνθρωπος γίνεται πολύ εργατικός και συσσωρεύει υλικά αγαθά. Τα δε τελευταία χρόνια της ζωής του ανθρώπου, δηλαδή τα γεράματα, είναι τα χρόνια που πήρε απο τον σκύλο.
Γι' αυτό στα γεράματα οι άνθρωποι γίνονται δύστροποι κι αγενείς, κατά κάποιον τρόπο γαβγίζουν εχθρικά προς όλους, σαν να θέλουν να τους δαγκώσουν, κι όπως ο σκύλος που κουνάει την ουρά του σε όποιον αγαπά, έτσι κι οι ηλικιωμένοι αγαπάνε μόνο όποιον τους περιποιείται κ τους δίνει τροφή.