- Ἡρακλῆς καὶ Ἀθηνᾶ
Διὰ στενῆς ὁδοῦ ὥδευεν Ἡρακλῆς. Μήλῳ δέ τι ὅμοιον κατὰ γῆς καθήμενον ἰδὼν ἐπειρᾶτο τῷ ῥοπάλῳ συντρίβειν. Τὸ δὲ [μᾶλλον] διπλοῦν ἀπὸ τῆς ψαύσεως τοῦ ῥοπάλου ἐγένετο. Ὁ δὲ μᾶλλον τῷ ῥοπάλῳ καὶ αὖθις ἔπαιε. Τὸ δ᾿ εἰς μέγεθος ἀρθὲν τὴν ὁδὸν τούτῳ ἀπέφραξε. ὁ δὲ ῥίψας τὸ ῥόπαλον ἵστατο ἐκπληττόμενος. Ἀθηνᾶ δὲ τοῦτον ἰδοῦσα ἔφη· Ὦ Ἡράκλεις, παῦσαι θαυμάζων· τὸ γὰρ νῦν τὴν ἀπορίαν σοι προξενῆσαν ἡ φιλονεικία καὶ ἔρις ἐστίν. Ἂν οὖν τις ταύτην οἵαν εὗρεν ἀφήσῃ, ἐπὶ μικροῦ μένει· ἂν δὲ μάχεσθαι θέλῃ πρὸς ταύτην, οὕτως ἐκ μικροῦ οἰδεῖ καὶ εἰς μέγα προέρχεται.
Μετάφραση Μύθου:
- Μία φορά ο Ηρακλής περνούσε από ένα στενό δρομάκι.
- Είδε καταγής ένα πράγμα που έμοιαζε με μηλαράκι, του φάνηκε πως ήταν κάτι κακό, και θέλησε να το συντρίψει με το ρόπαλο.
- Το χτυπάει με το ρόπαλο, το μηλαράκι δεν συντρίφτηκε, αλλά αντίθετα έγινε διπλάσιο σε μέγεθος.
- Το κοπανάει ξανά, και διπλασιάστηκε σε μέγεθος. Συνέχισε να το κοπανάει με το ρόπαλο, το μηλαράκι δεν ζουλιόταν, αντιθέτως: με κάθε χτύπημα μεγάλωνε, γρήγορα μεγάλωσε τόσο που έφραξε όλο το δρόμο και δεν μπορούσε να περάσει.
Ο Ηρακλής έμεινε έκπληκτος, άφησε το ρόπαλο και κοίταζε απορημένος, αναρωτιόταν "τι πράγμα είναι αυτό;".
- Σε εκείνη την απορία του εμφανίστηκε η θεά Αθηνά και του λέει:
- Ώ Ηρακλή, αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που μοιάζει με μήλο; Είναι ο σπόρος της φιλονικίας, του καβγά.
- Άν το αφήσεις, παραμένει μικρό. Άν το πολεμήσεις, μόνο που μεγαλώνει, διογκώνεται και αδιέξοδο δημιουργεί. Να θυμάσαι, όποτε το δεις, άστο όπως είναι και μην το πολεμάς!