Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Κόρη τοῦ βουνοῦ



Νὰ κάθεται ξυπόλητη κι ἀχτένιστη τὴν εἶδα
ἔχοντας στοὺς βατόγκρεμους τὰ πόδια κρεμαστά·
κι ἐγὼ ποὺ πέρασα ἀπὀ ῾κεῖ, τὴν πῆρα γιὰ νεράϊδα
κι εἶπα: Θέλεις νὰ ῾ρθεῖς μ᾿ ἐμὲ στοὺς κάμπους, στὰ βουνά;

Μὲ κοίταξε μ᾿ ἐκεῖνο της τὸ βλέμμα, ποὺ κρατάει
γιὰ τελευταῖο ἡ ὀμορφιὰ σὰν τὴ νικᾶμε πιά
κι εἶπα ξανά: Ὁ μήνας εἶν᾿ ποὺ ὁ κόσμος ἀγαπάει, 
θέλεις κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα ῾κεῖ νὰ πᾶμε τὰ βαθιά;

Ἐσκούπισε τἀπόδια της στὴν πράσινη ραχούλα, 
ἔγειρε καὶ μὲ κοίταξε γιὰ δεύτερη φορά·
κι ἔμεινε ἡ ὄμορφη ναζοῦ τότε συλλογισμένη...
Ἂχ πῶς τραγούδαγαν τρελλὰ στὸ δάσοςτὰ πουλιά!

Σιγὰ σιγὰ καὶ τὰ νερὰ στὴ ρεματιὰ κυλοῦσαν!
Κι εἶδα κοντά μου νά ῾ρχεται στὰ βάθη τὰ πυκνά, 
εὐτυχισμένη κορασιά, φοβιάρα καὶ γελοῦσαν
τ᾿ ἀγριωπὰ τὰ μάτιά της κάτω ἀπ᾿ τὰ μαλλιά.

Βικτώρ Ουγκώ