Νὰ κάθεται ξυπόλητη κι ἀχτένιστη τὴν εἶδα
ἔχοντας στοὺς βατόγκρεμους τὰ πόδια κρεμαστά·
κι ἐγὼ ποὺ πέρασα ἀπὀ ῾κεῖ, τὴν πῆρα γιὰ νεράϊδα
κι εἶπα: Θέλεις νὰ ῾ρθεῖς μ᾿ ἐμὲ στοὺς κάμπους, στὰ βουνά;
Μὲ κοίταξε μ᾿ ἐκεῖνο της τὸ βλέμμα, ποὺ κρατάει
γιὰ τελευταῖο ἡ ὀμορφιὰ σὰν τὴ νικᾶμε πιά
κι εἶπα ξανά: Ὁ μήνας εἶν᾿ ποὺ ὁ κόσμος ἀγαπάει,
θέλεις κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα ῾κεῖ νὰ πᾶμε τὰ βαθιά;
Ἐσκούπισε τἀπόδια της στὴν πράσινη ραχούλα,
ἔγειρε καὶ μὲ κοίταξε γιὰ δεύτερη φορά·
κι ἔμεινε ἡ ὄμορφη ναζοῦ τότε συλλογισμένη...
Ἂχ πῶς τραγούδαγαν τρελλὰ στὸ δάσοςτὰ πουλιά!
Σιγὰ σιγὰ καὶ τὰ νερὰ στὴ ρεματιὰ κυλοῦσαν!
Κι εἶδα κοντά μου νά ῾ρχεται στὰ βάθη τὰ πυκνά,
εὐτυχισμένη κορασιά, φοβιάρα καὶ γελοῦσαν
τ᾿ ἀγριωπὰ τὰ μάτιά της κάτω ἀπ᾿ τὰ μαλλιά.
Βικτώρ Ουγκώ