"Μεσάνυχτα, Ἰούνιος, φεγγάρι μαγικό. Στέκω, κοιτάζω: ἄχνα ὀπίου, ὑγρή καί σκοτεινή, τοῦ δίσκου της ἀσθμαίνει το χρυσάφι. Καί στάζει ἀργά, στάζει ἁπαλά, πάνω στίς ράχες τῶν βουνῶν καί νυσταγμένη σέρνεται· σάν μελωδία, στοῦ σύμπαντος τρυπώνει το λαγκάδι.
Γέρνει το δενδρολίβανο πάνω ἀπ’ το μνῆμα· γέρνει, σαλεύει πάνω ἀπ’ τήν πηγή το κρίνο, κι ἕνα χάλασμα τυλίγεται τήν καταχνιά, ζαρώνει νά ρημάξει.
Ὅλα θυμίζουν λησμονιά τριγύρω! Δές! Ἡ λίμνη μοιάζει σέ λήθαργο βαθύ νά πέφτει. Ἐτοῦτα τα νερά δέν πρόκειται ποτέ τους νά ξυπνήσουν. Γιατί κοιμᾶται ἡ Ὀμορφιά ἐκεῖ πού – Δυστυχία!– (παραθυρόφυλλα ἀνοιχτά στούς οὐρανούς) ἡ Εἰρήνη κοιμᾶται μέ τίς Μοῖρες της.
Κυρά καλή, ἄστρο λαμπρό! Ἕνα παράθυρο ἀνοιχτό μέσα στή νύχτα! Εἶναι σωστό; Ἄνεμοι κλέφτες ἀπ’ τῶν δέντρων τίς κορφές τρυπώνουν στό καφασωτό· δέν ἔχουν σῶμα οἱ ἄνεμοι· δαίμονες εἶναι, σύναξη δαιμόνων καί πετοῦν στήν κάμαρα, σαλεύουν στήν κουρτίνα τοῦ κρεβατιοῦ, τρομακτικά, αἰφνίδια σαλεύουν, πάνω ἀπό βλέφαρα κλειστά, κλεισμένα ὥσμε τα τσίνορα, μή δείξουν τήν ψυχή σου, πού κρύφτηκε νά κοιμηθεῖ βαθιά· σκιές γοργά πετάγονται, σαρώνουν το πάτωμα τούς τοίχους. Φαντάσματα εἶναι οἱ σκιές. Χάνονται ὅπως ἦρθαν!
Κυρά καλή, κυρά γλυκιά, γιά πές μου δέν φοβᾶσαι; Τι καί γιατί ὀνειρεύεσαι; Πέρα ἀπ’ τήν πέρα θάλασσα σίγουρα ἦρθες: ὅραμα τα δέντρα αὐτοῦ τοῦ κήπου νά στολίσεις! Καί τι παράξενα χλομή πού εἶσαι! Τι παράξενο πού εἶναι το φόρεμά σου! Παράξενα ὅλα! Ὅμως αὐτά τα μακριά μαλλιά σου! Κι αὐτή ἡ σιωπή σου! Τι ἐρημιά πού ζωνει τη σιωπή σου!"
Edgar allan Poe